Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχογραφία οι ψυχογραφίες
      γενική της ψυχογραφίας των ψυχογραφιών
    αιτιατική την ψυχογραφία τις ψυχογραφίες
     κλητική ψυχογραφία ψυχογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχογραφία (μαρτυρείται από το 1896)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική psychographie < psycho- (< αρχαία ελληνική ψυχή) + -graphie.[2] Δείτε και τη γερμανική Psychographie.[3] Μορφολογικά αναλύεται σε ψυχο- + -γραφία.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /psi.xo.ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψυ‐χο‐γρα‐φί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψυχογραφία θηλυκό

  1. συνώνυμο του ψυχογράφημα
  2. (ψυχολογία) κλάδος της ψυχολογίας που μελετά τα ψυχικά χαρακτηριστικά του ατόμου

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ψυχή και γράφω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 1139, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. ψυχογραφίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)