↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψυχόγραμμα τα ψυχογράμματα
      γενική του ψυχογράμματος των ψυχογραμμάτων
    αιτιατική το ψυχόγραμμα τα ψυχογράμματα
     κλητική ψυχόγραμμα ψυχογράμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψυχόγραμμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική psychogramme < αρχαία ελληνική ψυχή + γράφω. Μορφολογικά αναλύεται σεψυχό- + -γραμμα. Δείτε και το ψυχογράφημα.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /psiˈxo.ɣɾa.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψυ‐χό‐γραμ‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψυχόγραμμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)