πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ψυχογράφος οι ψυχογράφοι
      γενική του/της ψυχογράφου των ψυχογράφων
    αιτιατική τον/την ψυχογράφο τους/τις ψυχογράφους
     κλητική ψυχογράφε ψυχογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψυχογράφος αρσενικό ή θηλυκό

  1. λογοτέχνης που ψυχογραφεί [2]
  2. ψυχολόγος που ασχολείται με την ψυχογραφία [1]

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις ψυχογραφώ και ψυχογραφία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1 2 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. ψυχογράφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)