Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψευδοεπιστήμη οι ψευδοεπιστήμες
      γενική της ψευδοεπιστήμης των ψευδοεπιστημών
    αιτιατική την ψευδοεπιστήμη τις ψευδοεπιστήμες
     κλητική ψευδοεπιστήμη ψευδοεπιστήμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψευδοεπιστήμη < ψευδο- + επιστήμη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pse.vðo.e.piˈsti.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψευ‐δο‐ε‐πι‐στή‐μη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψευδοεπιστήμη θηλυκό

  • μέθοδος κατάταξης σε επιστημονική μορφή διάφορων ερευνών, παρατηρήσεων, θεωριών και συμπερασμάτων που δεν αποδεικνύονται από γεγονότα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία