ψαχνός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψαχνός | η | ψαχνή | το | ψαχνό |
γενική | του | ψαχνού | της | ψαχνής | του | ψαχνού |
αιτιατική | τον | ψαχνό | την | ψαχνή | το | ψαχνό |
κλητική | ψαχνέ | ψαχνή | ψαχνό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψαχνοί | οι | ψαχνές | τα | ψαχνά |
γενική | των | ψαχνών | των | ψαχνών | των | ψαχνών |
αιτιατική | τους | ψαχνούς | τις | ψαχνές | τα | ψαχνά |
κλητική | ψαχνοί | ψαχνές | ψαχνά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψαχνός < ελληνιστική κοινή *ψαχνός / σαχνός (μαλακός, τρυφερός, ισχνός), με επίδραση και του ρήματος ψώχω (<ψώω) / σώχω (ψιλοτρίβω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /psaˈxnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψα‐χνός
Επίθετο
επεξεργασίαψαχνός, -ή, -ό
- (γαστρονομία) που έχει μόνο (ή κυρίως) σάρκα και (σχεδόν) καθόλου κόκαλα ή λίπος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψαχνός
|