χρωματουργείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρωματουργείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα χρωματουργ(εῖον)[1] + -είο. Μορφολογικά αναλύεται σε χρωματ- + -ουργείο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xɾo.ma.tuɾˈʝi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρω‐μα‐τουρ‐γεί‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρωματουργείο ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- μεσαιωνικά ελληνικά: χρωματουργῶ, χρωματουργία
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρωματουργείο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χρωματουργεῖον σελ.7938 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Πηγές
επεξεργασία- χρωματουργείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χρωματουργείο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)