Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρωματουργία οι χρωματουργίες
      γενική της χρωματουργίας των χρωματουργιών
    αιτιατική τη χρωματουργία τις χρωματουργίες
     κλητική χρωματουργία χρωματουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρωματουργία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χρωματουργία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρωματουργία θηλυκό

  1. (λόγιο) παραγωγή χρωμάτων
  2. (συνεκδοχικά) το εργοστάσιο παραγωγής χρωμάτων
     συνώνυμα: χρωματοποιία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία