χρωματουργία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρωματουργία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χρωματουργία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρωματουργία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- χρωματουργείο
- χρωματουργός
- χρωματουργικός
- → και δείτε τις λέξεις χρώμα και έργο
Μεταφράσεις επεξεργασία
χρωματουργία
|
Πηγές επεξεργασία
- χρωματουργία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χρωματουργία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)