χρωματουργός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρωματουργός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χρωματουργός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρωματουργός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- χρωματουργείο
- χρωματουργία
- χρωματουργικός
- → και δείτε τις λέξεις χρώμα και έργο
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρωματουργός
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)