χρωματογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρωματογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική chromatography + -ία < αρχαία ελληνική χρῶμα + γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρωματογραφία θηλυκό
- (χημεία, βιολογία) τεχνική που χρησιμοποιείται για τον διαχωρισμό των συστατικών ενός μείγματος και βασίζεται στη διαφορετική ταχύτητα με την οποία τα διάφορα συστατικά κινούνται μέσα από ένα στατικό υλικό, όταν αυτό διαπερνάται από ένα ρευστό ή αέριο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- χρωματογράφημα
- χρωματογράφηση
- χρωματογραφικά
- χρωματογραφικός
- χρωματογράφος
- χρωματογραφώ
- → δείτε τις λέξεις χρώμα και γράφω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χρωματογραφία