χρωματογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρωματογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική chromatograph < αρχαία ελληνική χρῶμα + γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρωματογράφος αρσενικό
- (χημεία) μηχάνημα που χρησιμοποιείται στη χρωματογραφία
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρωματογράφος