↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρωματογράφηση οι χρωματογραφήσεις
      γενική της χρωματογράφησης* των χρωματογραφήσεων
    αιτιατική τη χρωματογράφηση τις χρωματογραφήσεις
     κλητική χρωματογράφηση χρωματογραφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χρωματογραφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρωματογράφηση < χρωματογραφώ + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρωματογράφηση θηλυκό

  1. (χημεία, βιολογία) άλλη μορφή του χρωματογραφία
  2. (σπάνιο) η πιστή απόδοση των χρωμάτων σε ζωγραφική απεικόνιση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία