Ετυμολογία

επεξεργασία
χρωματογραφώ < χρωματογράφος +

χρωματογραφώ

  1. (χημεία) εφαρμόζω χρωματογραφία
  2. (σπάνιο) αποδίδω πιστά τα χρώματα σε ζωγραφική απεικόνιση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία