χρωματογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρωματογραφώ < χρωματογράφος + -ώ
Ρήμα
επεξεργασίαχρωματογραφώ
- (χημεία) εφαρμόζω χρωματογραφία
- (σπάνιο) αποδίδω πιστά τα χρώματα σε ζωγραφική απεικόνιση
Συγγενικά
επεξεργασία- χρωματογράφηση
- → δείτε τις λέξεις χρωματογραφία, χρώμα και γράφω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χρωματογραφώ | χρωματογραφούσα | θα χρωματογραφώ | να χρωματογραφώ | χρωματογραφώντας | |
β' ενικ. | χρωματογραφείς | χρωματογραφούσες | θα χρωματογραφείς | να χρωματογραφείς | (χρωματογράφει) | |
γ' ενικ. | χρωματογραφεί | χρωματογραφούσε | θα χρωματογραφεί | να χρωματογραφεί | ||
α' πληθ. | χρωματογραφούμε | χρωματογραφούσαμε | θα χρωματογραφούμε | να χρωματογραφούμε | ||
β' πληθ. | χρωματογραφείτε | χρωματογραφούσατε | θα χρωματογραφείτε | να χρωματογραφείτε | χρωματογραφείτε | |
γ' πληθ. | χρωματογραφούν(ε) | χρωματογραφούσαν(ε) | θα χρωματογραφούν(ε) | να χρωματογραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χρωματογράφησα | θα χρωματογραφήσω | να χρωματογραφήσω | χρωματογραφήσει | ||
β' ενικ. | χρωματογράφησες | θα χρωματογραφήσεις | να χρωματογραφήσεις | χρωματογράφησε | ||
γ' ενικ. | χρωματογράφησε | θα χρωματογραφήσει | να χρωματογραφήσει | |||
α' πληθ. | χρωματογραφήσαμε | θα χρωματογραφήσουμε | να χρωματογραφήσουμε | |||
β' πληθ. | χρωματογραφήσατε | θα χρωματογραφήσετε | να χρωματογραφήσετε | χρωματογραφήστε | ||
γ' πληθ. | χρωματογράφησαν χρωματογραφήσαν(ε) |
θα χρωματογραφήσουν(ε) | να χρωματογραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χρωματογραφήσει | είχα χρωματογραφήσει | θα έχω χρωματογραφήσει | να έχω χρωματογραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις χρωματογραφήσει | είχες χρωματογραφήσει | θα έχεις χρωματογραφήσει | να έχεις χρωματογραφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει χρωματογραφήσει | είχε χρωματογραφήσει | θα έχει χρωματογραφήσει | να έχει χρωματογραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χρωματογραφήσει | είχαμε χρωματογραφήσει | θα έχουμε χρωματογραφήσει | να έχουμε χρωματογραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε χρωματογραφήσει | είχατε χρωματογραφήσει | θα έχετε χρωματογραφήσει | να έχετε χρωματογραφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χρωματογραφήσει | είχαν χρωματογραφήσει | θα έχουν χρωματογραφήσει | να έχουν χρωματογραφήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρωματογραφώ
|