χρονοταξία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρονοταξία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική chronotaxis + -ία < αρχαία ελληνική χρόνος + τάξις < τάττω / τάσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρονοταξία θηλυκό
- επιστημονικός όρος που αναφέρεται στην ταξινόμηση ή την οργάνωση γεγονότων, αντικειμένων ή πληροφοριών με βάση τη χρονολογική τους σειρά και αλληλουχία, επιτρέποντας έτσι την κατανόηση της χρονικής διαδοχής τους
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρονοταξία