↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χολίνη οι χολίνες
      γενική της χολίνης των χολινών
    αιτιατική τη χολίνη τις χολίνες
     κλητική χολίνη χολίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χολίνη (μαρτυρείται από το 1854)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική choline ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική choline

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χολίνη θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 1115, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  • χολίνηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)