χειρόδεσμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χειρόδεσμος < ελληνιστική κοινή χειρόδεσμος. Συγχρονικά αναλύεται σε χειρό- + δεσμός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /çiˈɾo.ðe.zmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χει‐ρό‐δε‐σμος
Ουσιαστικό επεξεργασία
χειρόδεσμος αρσενικό
- (ναυτικός όρος) είδος κόμπου
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χειρόδεσμος
|
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- χειρόδεσμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χειρόδεσμος < ελληνιστική κοινή χειρόδεσμος
Ουσιαστικό επεξεργασία
χειρόδεσμος αρσενικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | χειρόδεσμος | οἱ | χειρόδεσμοι | ||||
γενική | τοῦ | χειροδέσμου | τῶν | χειροδέσμων | ||||
δοτική | τῷ | χειροδέσμῳ | τοῖς | χειροδέσμοις | ||||
αιτιατική | τὸν | χειρόδεσμον | τοὺς | χειροδέσμους | ||||
κλητική ὦ! | χειρόδεσμε | χειρόδεσμοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χειροδέσμω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | χειροδέσμοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χειρόδεσμος αρσενικό
Πηγές επεξεργασία
- χειρόδεσμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.