φωτόλουστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωτόλουστος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα φωτόλουστος (μαρτυρείται από το 1892)[1] < φωτό- + (αρχαία ελληνική λούω λούζω), λουσ- -τος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /foˈto.lu.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐τό‐λου‐στος
Επίθετο
επεξεργασίαφωτόλουστος, -η, -ο
- (εκφραστικό, ποιητικό) που περιβάλλεται από άπλετο φως, που «λούζεται» στο φως
- άλλες μορφές: φωτολουσμένος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασία- → δείτε στο σκοτεινός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις φωτολούζω, φωτόλουτρο, φως και λούζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία φωτόλουστος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 1096, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Όροι με φωτολου- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)