φωτοηλεκτρονικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωτοηλεκτρονικός < φωτο- + ηλεκτρονικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική photoelectronic
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fo.to.i.lek.tɾo.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐το‐η‐λεκ‐τρο‐νι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαφωτοηλεκτρονικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός, φυσική) που αφορά ηλεκτρονική συσκευή ή διαδικασία που επηρεάζεται από το φως
- ⮡ φωτοηλεκτρονική ανατύπωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία φωτοηλεκτρονικός
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr