φωτογραμμετρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωτογραμμετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική photogrammetry [1] (ή από τη γαλλική photogrammétrie [2] [3]) < photogram (φωτόγραμμα) + -metry (-μετρία < αρχαία ελληνική φῶς + γράφω + μέτρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωτογραμμετρία θηλυκό
- (τεχνολογία, αρχιτεκτονική, φωτογραφία, τοπογραφία) μέθοδος υπολογισμού των διαστάσεων διαφόρων χώρων ή αντικειμένων με τη χρήση ειδικών φωτογραφιών, κυρίως αεροφωτογραφικών και η δημιουργία σχετικών χαρτών
- ※ Φωτογραμμετρία (η)· κλάδος της τεχνικής των καταμετρήσεων […]. απαντάταιΑπαντάται και ως Φωτογραμμομετρία, φωτογραφομετρία και Εικονομετρία (μονοεικονική και διεικονική.
- Τεχνικά Χρονικά, 1945 (τόμ. 22-24), σ. 186.
- ※ Φωτογραμμετρία (η)· κλάδος της τεχνικής των καταμετρήσεων […]. απαντάταιΑπαντάται και ως Φωτογραμμομετρία, φωτογραφομετρία και Εικονομετρία (μονοεικονική και διεικονική.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΥπώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις φως, γράφω και μέτρο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φωτογραμμετρία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φωτογραμμετρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ φωτογραμμετρία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)