φωτογραφομετρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωτογραφομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική photographométrie < photographie (< φῶς + γράφω) + -métrie (< μέτρον) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωτογραφομετρία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε και τη λέξη φωτογραμμετρία
φωτογραφομετρία