φυλλοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φυλλοειδής | η | φυλλοειδής | το | φυλλοειδές |
γενική | του | φυλλοειδούς* | της | φυλλοειδούς | του | φυλλοειδούς |
αιτιατική | τον | φυλλοειδή | τη | φυλλοειδή | το | φυλλοειδές |
κλητική | φυλλοειδή(ς) | φυλλοειδής | φυλλοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φυλλοειδείς | οι | φυλλοειδείς | τα | φυλλοειδή |
γενική | των | φυλλοειδών | των | φυλλοειδών | των | φυλλοειδών |
αιτιατική | τους | φυλλοειδείς | τις | φυλλοειδείς | τα | φυλλοειδή |
κλητική | φυλλοειδείς | φυλλοειδείς | φυλλοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαφυλλοειδής, ής, ές
Συνώνυμα
επεξεργασία- φυλλώδης (στην έννοια της ομοιότητας με φύλλο και όχι της ποσότητας)