↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυλλώδης η φυλλώδης το φυλλώδες
      γενική του φυλλώδους της φυλλώδους του φυλλώδους
    αιτιατική τον φυλλώδη τη φυλλώδη το φυλλώδες
     κλητική φυλλώδη(ς) φυλλώδης φυλλώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυλλώδεις οι φυλλώδεις τα φυλλώδη
      γενική των φυλλωδών των φυλλωδών των φυλλωδών
    αιτιατική τους φυλλώδεις τις φυλλώδεις τα φυλλώδη
     κλητική φυλλώδεις φυλλώδεις φυλλώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φυλλώδης < αρχαία ελληνική φυλλώδης (όμοιος με φύλλο)

  Επίθετο

επεξεργασία

φυλλώδης, ης, ες

  1. όμοιος με φύλλο
  2. με φύλλα, όχι δηλαδή ξερό κλαδί ή δέντρο, αλλά φυτό που διαθέτει κάποιο φύλλωμα
  3. με πολλά φύλλα, πλούσιο σε φύλλα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία