↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φρόκαλο τα φρόκαλα
      γενική του φρόκαλου των φρόκαλων
    αιτιατική το φρόκαλο τα φρόκαλα
     κλητική φρόκαλο φρόκαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φρόκαλο < μεσαιωνική ελληνική φροκαλ(ῶ) (σκουπίζω) + -ο (αναδρομικός σχηματισμός) < ή *φλοκαλῶ[1] ή φροκάλ(ι) + -ῶ < φλοκάλι[2] (με ανομοίωση των υγρών συμφώνων [l] [l] > [ɾ] [l]) < φιλοκάλιον (σκούπα) < αρχαία ελληνική φιλοκαλέω / φιλοκαλῶ (αγαπάω την ομορφιά, ελληνιστική σημασία: εξωραΐζω, ευπρεπίζω, καθαρίζω, μεσαιωνική σημασία: βάζω σε τάξη) < αρχαία ελληνική φιλόκαλος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfɾo.ka.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρό‐κα‐λο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φρόκαλο ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) σκουπίδι, ό,τι παρασύρει η σάρωση της σκούπας
     συνώνυμα: σαρίδι, αποσαρίδι, αποσάρωμα
  2. (υβριστικό) άνθρωπος τιποτένιος, χαμηλού επιπέδου
    ⮡  Μ' έκανε φρόκαλο, μ' έβρισε, με ταπείνωσε μπορστά σε όλους.
  3. (υβριστικό) κακάσχημος, πολύ άσχημος άνθρωπος [3]

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. φρόκαλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)