σαρίδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαρίδι | τα | σαρίδια |
γενική | του | σαριδιού | των | σαριδιών |
αιτιατική | το | σαρίδι | τα | σαρίδια |
κλητική | σαρίδι | σαρίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαρίδι < σαρ(ώνω) + -ίδι (αναδρομικός σχηματισμός) [1] < (ελληνιστική κοινή) σαρόω / σαρῶ < αρχαία ελληνική σαίρω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /saˈɾi.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐ρί‐δι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαρίδι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαρίδι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.