Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαίρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *s-u̯er-

  Ρήμα επεξεργασία

σαίρω

  1. (στον ενεστώτα και αόριστο) σκουπίζω, σαρώνω ένα πάτωμα
  2. (στον παρακείμενο σέσηρα) τραβάω πίσω τα χείλη και δείχνω τα δόντια μου

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία