Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

*σαρόω: → δείτε τη λέξη σαρῶ

  Ρήμα επεξεργασία

*σαρόω (ελληνιστική κοινή)