σαρῶ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- σαρῶ: ρηματικός τύπος μέλλοντα (αρχαία ελληνικά)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίασαρῶ
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- σαρῶ, κλίση -όω (ελληνιστική κοινή): μεταπλαστικός τύπος για την αρχαία ελληνική σαίρω (καθαρίζω, σκουπίζω) [1]
Ρήμα
επεξεργασίασαρῶ - κλίση σᾰρόω (ελληνιστική κοινή)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σαρώνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- σαρόω, σαρῶ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.