ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σᾰρωσι-, σᾰρωσε-
ονομαστική σάρωσῐς αἱ σαρώσεις
      γενική τῆς σαρώσεως τῶν σαρώσεων
      δοτική τῇ σαρώσει ταῖς σαρώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σάρωσῐν τὰς σαρώσεις
     κλητική ! σάρωσῐ σαρώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σαρώσει
γεν-δοτ τοῖν  σαρωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σάρωσις < σαρῶ (κλίση σαρόω) + -σις (-ωσις) < → δείτε το αρχαίο σαίρω και grc (σκουπίζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σάρωσις, -εως θηλυκό