σάρωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
σᾰρωσι-, σᾰρωσε- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | σάρωσῐς | αἱ | σαρώσεις | ||||
γενική | τῆς | σαρώσεως | τῶν | σαρώσεων | ||||
δοτική | τῇ | σαρώσει | ταῖς | σαρώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | σάρωσῐν | τὰς | σαρώσεις | ||||
κλητική ὦ! | σάρωσῐ | σαρώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σαρώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σαρωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασάρωσις, -εως θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) σάρωση, σάρωμα (όπως των φύλλων στο σκούπισμα)
Πηγές
επεξεργασία- σάρωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.