Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σάρωση οι σαρώσεις
      γενική της σάρωσης* των σαρώσεων
    αιτιατική τη σάρωση τις σαρώσεις
     κλητική σάρωση σαρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σαρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σάρωση < (ελληνιστική κοινήσάρωσις < σαρόω (2, 3: (σημασιολογικό δάνειο) (αγγλικά) scan)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σάρωση θηλυκό

  1. σκούπισμα
  2. (τεχνολογία) διαδικασία εμφάνισης εικόνας σε οθόνες (υπολογιστών, τηλεοράσεις κ.λπ.)
  3. (τεχνολογία) διαδικασία ψηφιακής αναπαράστασης και αποθήκευσης εντύπων
  4. (τεχνολογία) διαδικασία ψηφιακής αναπαράστασης και ελέγχου ενός τρισδιάστατου αντικειμένου για ιατρικούς λόγους, λόγους ασφαλείας και για άλλους σκοπούς
  5. (τεχνολογία) χρονική στιγμή κατά την οποία αποβάλλονται τα καυσαέρια σε έναν κινητήρα εσωτερικής καύσης και εισέρχεται καθαρός αέρας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία