φιλοκαλέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλοκαλέω παρασύνθετο του φιλόκαλος
Ρήμα
επεξεργασίαφιλοκαλέω - φιλοκαλῶ (συνηρημένο)
- είμαι φίλος του ωραίου
- καταγίνομαι με τις καλές τέχνες
- όταν συντάσσεται με αιτιατική: επιδιώκω να κάνω καλή εντύπωση