φρουκαλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φρουκαλιά < φρουκαλ(ώ) (< φροκαλώ < μεσαιωνικά ελληνικά φροκαλῶ (σκουπίζω)] + -ιά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fru.kaˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρου‐κα‐λιά
- τονικό παρώνυμο: φρουτάλια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφρουκαλιά θηλυκό
- (ιδιωματικό) σκούπα, άλλη μορφή του φροκαλιά
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 316.