Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φροϋδικός η φροϋδική το φροϋδικό
      γενική του φροϋδικού της φροϋδικής του φροϋδικού
    αιτιατική τον φροϋδικό τη φροϋδική το φροϋδικό
     κλητική φροϋδικέ φροϋδική φροϋδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φροϋδικοί οι φροϋδικές τα φροϋδικά
      γενική των φροϋδικών των φροϋδικών των φροϋδικών
    αιτιατική τους φροϋδικούς τις φροϋδικές τα φροϋδικά
     κλητική φροϋδικοί φροϋδικές φροϋδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φροϋδικός < Φρόυδ (παλιότερος μεταγραμματισμός του γερμανικού ονόματος Freud (de)) + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fɾo.i.ðiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρο‐ϋ‐δι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

φροϋδικός, -ή, -ό

  1. που έχει να κάνει με την ψυχαναλυτική θεωρία του αυστριακού Ζίγκμουντ Φρόυντ (Sigmund Freud)
    Η φροϋδική ερμηνεία των παραμυθιών παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
  2. συνώνυμο του φροϋδιστής (στη σημασία: οπαδός της φροϋδικής θεωρίας)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία