↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φορβᾰδ-
ονομαστική / φορβάς οἱ/αἱ φορβάδες
      γενική τοῦ/τῆς φορβάδος τῶν φορβάδων
      δοτική τῷ/τῇ φορβάδ τοῖς/ταῖς φορβάσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν φορβάδ τοὺς/τὰς φορβάδᾰς
     κλητική ! φορβάς φορβάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φορβάδε
γεν-δοτ τοῖν  φορβάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «φυγάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φορβάς < θέμα φορ-, μεταπτωτική βαθμίδα του φέρβω (εκτρέφω -ζώα-, βόσκω) + -άς [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

φορβάς αρσενικό ή θηλυκό (γενική: -άδος)

  1. τόπος κατάλληλος να θρέψει κοπάδια
    ⮡  φορβάς γῆ
  2. ο τόπος που έχει θρέψει έναν άνθρωπο, η γενέτειρα
  3. (για άλογα) που τρέφεται από τη γη
    ⮡  φορβάδες ἵπποι
     αντώνυμα: τροφίαι ἵπποι (του στάβλου)
  4. (μεταφορικά) ιερόδουλος, γυναίκα που βγάζει τα προς το ζην παρέχοντας ερωτικές υπηρεσίες, εκδιδόμενη, πόρνη

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη φέρβω

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. «φορβή» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.