τροφίας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τροφίᾱς | οἱ | τροφίαι |
γενική | τοῦ | τροφίου | τῶν | τροφιῶν |
δοτική | τῷ | τροφίᾳ | τοῖς | τροφίαις |
αιτιατική | τὸν | τροφίᾱν | τοὺς | τροφίᾱς |
κλητική ὦ! | τροφίᾱ | τροφίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τροφίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τροφίαιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατροφίας αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- τροφίας - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τροφίας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.