↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τροφίᾱς οἱ τροφίαι
      γενική τοῦ τροφίου τῶν τροφιῶν
      δοτική τῷ τροφί τοῖς τροφίαις
    αιτιατική τὸν τροφίᾱν τοὺς τροφίᾱς
     κλητική ! τροφί τροφίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τροφί
γεν-δοτ τοῖν  τροφίαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τροφίας < θέμα τροφ- του τρέφω + -ίας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τροφίας αρσενικό