φοιβόληπτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φοιβόληπτος < αρχαία ελληνική Φοιβόληπτος < Φοῖβος + -ληπτος (< λαμβάνω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fiˈvo.li.ptos/
Επίθετο
επεξεργασίαφοιβόληπτος
- που έχει καταληφθεί από τον θεό Απόλλωνα, που έχει την επωνυμία Φοίβος, που έχει εκστασιαστεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φοιβόληπτος