Φοῖβος
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Φοῖβος | ||
γενική | τοῦ | Φοίβου | ||
δοτική | τῷ | Φοίβῳ | ||
αιτιατική | τὸν | Φοῖβον | ||
κλητική ὦ! | Φοῖβε | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Φοῖβος < φοῖβος (αγνός, λαμπερός, φεγγοβόλος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰoigʷ-o- < *bʰeigʷ- (λάμπω)
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Φοῖβος αρσενικό
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «Φοῖβος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.