εκστασιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκστασιάζομαι < εκ + στασιάζομαι ‹ ίστημι
Ρήμα
επεξεργασίαεκστασιάζομαι
- μένω έκπληκτος από κάτι, κυριεύομαι από απέραντο θαυμασμό, θαμπώνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκστασιάζομαι