φιλμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φιλμικός | η | φιλμική | το | φιλμικό |
γενική | του | φιλμικού | της | φιλμικής | του | φιλμικού |
αιτιατική | τον | φιλμικό | τη | φιλμική | το | φιλμικό |
κλητική | φιλμικέ | φιλμική | φιλμικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φιλμικοί | οι | φιλμικές | τα | φιλμικά |
γενική | των | φιλμικών | των | φιλμικών | των | φιλμικών |
αιτιατική | τους | φιλμικούς | τις | φιλμικές | τα | φιλμικά |
κλητική | φιλμικοί | φιλμικές | φιλμικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φιλμικός < φιλμ + -ικός < αγγλική film < μέση αγγλική filme < αγγλοσαξονικά filmen < πρωτογερμανική *filminją (δέρμα, μεμβράνη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pélno-mo (μεμβράνη) < *pel- (καλύπτω, δέρμα)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fil.miˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίαφιλμικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φιλμ