φετιχισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φετιχισμός < ορθογραφικό δάνειο από τη γαλλική fétichisme [1] < fétiche (φετίχ) + -ισμός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fe.ti.çiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φε‐τι‐χι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
φετιχισμός αρσενικό
- (θρησκεία) η θρησκευτική λατρεία ή εκδήλωση που σχετίζεται με τα φετίχ
- (κατ’ επέκταση) η υπερβολική προσήλωση σε υλικά αντικείμενα και αγαθά τα οποία με αυτόν το τρόπο μετατρέπονται σε φετίχ
- (ψυχολογία) η σεξουαλική εμμονή με αντικείμενα που σχετίζονται με το ποθούμενο πρόσωπο ή χρησιμοποιούνται στην ερωτική πράξη
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φετίχ
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φετιχισμός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φετιχισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας