φανφαρόνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φανφαρόνος < (άμεσο δάνειο) ιταλική fanfarone < ισπανική fanfarrón
Ουσιαστικό επεξεργασία
φανφαρόνος, φαμφαρόνος αρσενικό (θηλυκό: φανφαρόνα)
φανφαρόνος, φαμφαρόνος αρσενικό (θηλυκό: φανφαρόνα)