φανφαρονισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φανφαρονισμός < φανφαρόνος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφανφαρονισμός αρσενικό
- ο επουσιωδης κομπασμός, τα μεγάλα λόγια χωρίς αντίκρυσμα ουσίας τα οποία εκφέρονται για λόγους εντυπωσιασμού, ο πομπώδης προφορικός λόγος
- η γενικότερη συμπεριφορά που συνάδει με τον προφορικό φανφαρονισμό, αυτή που επιδώκει τον απλοϊκό εντυπωσιασμό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φανφαρονισμός
|