↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φανφαρονισμός οι φανφαρονισμοί
      γενική του φανφαρονισμού των φανφαρονισμών
    αιτιατική τον φανφαρονισμό τους φανφαρονισμούς
     κλητική φανφαρονισμέ φανφαρονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φανφαρονισμός < φανφαρόνος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φανφαρονισμός αρσενικό

  1. ο επουσιωδης κομπασμός, τα μεγάλα λόγια χωρίς αντίκρυσμα ουσίας τα οποία εκφέρονται για λόγους εντυπωσιασμού, ο πομπώδης προφορικός λόγος
  2. η γενικότερη συμπεριφορά που συνάδει με τον προφορικό φανφαρονισμό, αυτή που επιδώκει τον απλοϊκό εντυπωσιασμό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία