Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φανφαρονίστικος η φανφαρονίστικη το φανφαρονίστικο
      γενική του φανφαρονίστικου της φανφαρονίστικης του φανφαρονίστικου
    αιτιατική τον φανφαρονίστικο τη φανφαρονίστικη το φανφαρονίστικο
     κλητική φανφαρονίστικε φανφαρονίστικη φανφαρονίστικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φανφαρονίστικοι οι φανφαρονίστικες τα φανφαρονίστικα
      γενική των φανφαρονίστικων των φανφαρονίστικων των φανφαρονίστικων
    αιτιατική τους φανφαρονίστικους τις φανφαρονίστικες τα φανφαρονίστικα
     κλητική φανφαρονίστικοι φανφαρονίστικες φανφαρονίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φανφαρονίστικος < φανφαρόνος

  Επίθετο επεξεργασία

φανφαρονίστικος

  • που σχετίζεται με το φανφαρονισμό, που ταιριάζει στο φανφαρόνο

  Μεταφράσεις επεξεργασία