Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φανφαρόνα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
φανφαρόν
α
οι
φανφαρόν
ες
γενική
της
φανφαρόν
ας
των
φανφαρον
ών
αιτιατική
τη
φανφαρόν
α
τις
φανφαρόν
ες
κλητική
φανφαρόν
α
φανφαρόν
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φανφαρόνα
<
φανφαρόνος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φανφαρόνα
θηλυκό
το
θηλυκό
του
φανφαρόνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φανφαρόνα
γαλλικά
:
fanfaronne
(fr)