↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαλτσαριστός η φαλτσαριστή το φαλτσαριστό
      γενική του φαλτσαριστού της φαλτσαριστής του φαλτσαριστού
    αιτιατική τον φαλτσαριστό τη φαλτσαριστή το φαλτσαριστό
     κλητική φαλτσαριστέ φαλτσαριστή φαλτσαριστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαλτσαριστοί οι φαλτσαριστές τα φαλτσαριστά
      γενική των φαλτσαριστών των φαλτσαριστών των φαλτσαριστών
    αιτιατική τους φαλτσαριστούς τις φαλτσαριστές τα φαλτσαριστά
     κλητική φαλτσαριστοί φαλτσαριστές φαλτσαριστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φαλτσαριστός < φαλτσάρω + -τός < φάλτσο < ιταλική falso < λατινική falsus < fallo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)gʷʰh₂el- (σκοντάφτω)

  Επίθετο

επεξεργασία

φαλτσαριστός

  • που διαγράφει μια κάπως καμπύλη τροχιά, επειδή χτυπήθηκε με φάλτσο ή άλλη λόγοι τον ανάγκασαν να εκτραπεί της ευθείας πορείας
    φαλτσαριστό σουτ, φαλτσαριστή μπαλιά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία