υψισωρείτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υψισωρείτης < (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική altocumulus[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.psi.soˈɾi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐ψι‐σω‐ρεί‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυψισωρείτης αρσενικό
- (μετεωρολογία) είδος σφαιρικών νεφών μικρού μεγέθους τα οποία αποτελούνται από αρκετά μικρότερα νέφη υπόλευκου χρώματος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υψισωρείτης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)