altocumulus
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- altocumulus < νεολατινική altocumulus (μαρτυρείται από το 1881)[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαaltocumulus (en) (πληθυντικός altocumuli)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ altocumulus, στο λεξικό Merriam-Webster
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- altocumulus < νεολατινική altus (ψηλός) + cumulus
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /al.to.ky.my.lus/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
altocumulus | altocumulus |
altocumulus (fr) αρσενικό