Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπνοπομπικός η υπνοπομπική το υπνοπομπικό
      γενική του υπνοπομπικού της υπνοπομπικής του υπνοπομπικού
    αιτιατική τον υπνοπομπικό την υπνοπομπική το υπνοπομπικό
     κλητική υπνοπομπικέ υπνοπομπική υπνοπομπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπνοπομπικοί οι υπνοπομπικές τα υπνοπομπικά
      γενική των υπνοπομπικών των υπνοπομπικών των υπνοπομπικών
    αιτιατική τους υπνοπομπικούς τις υπνοπομπικές τα υπνοπομπικά
     κλητική υπνοπομπικοί υπνοπομπικές υπνοπομπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπνοπομπικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική hypnopompic < αρχαία ελληνικά ὑπνο-, ὕπνος + πομπ(ή), πέμπω διώχνω + -ικός. Δείτε και την ετυμολογία της αγγλικής λέξης

  Επίθετο επεξεργασία

υπνοπομπικός, -ή, -ό (νεολογισμός)

  • (ψυχιατρική) που αναφέρεται στην κατάσταση της συνείδησης κατά το στάδιο της αφύπνισης
    υπνοπομπικές ψευδαισθήσεις που συμβαίνουν κατά το υπνοπομπικό στάδιο του ύπνου
    ※  Η υπνική παράλυση .... Συμβαίνει κατά βάση σε μία από τις εξής δύο περιπτώσεις:
    Την στιγμή που σας παίρνει ο ύπνος, οπότε και ονομάζεται υπναγωγική, ή προϋπνική παράλυση ύπνου'
    Την στιγμή που ξυπνάτε από τον ύπνο, οπότε και ονομάζεται υπνοπομπική, ή μεταϋπνική παράλυση ύπνου (Υπνική παράλυση και παραλλαγή Όμικρον: Συνδέονται τελικά; Οι πρώτες απαντήσεις των ειδικών, Υγεία, ertnews.gr, 05/01/22 [1])

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία