Δείτε επίσης: ὑπερώνυμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερώνυμος η υπερώνυμη το υπερώνυμο
      γενική του υπερώνυμου της υπερώνυμης του υπερώνυμου
    αιτιατική τον υπερώνυμο την υπερώνυμη το υπερώνυμο
     κλητική υπερώνυμε υπερώνυμη υπερώνυμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερώνυμοι οι υπερώνυμες τα υπερώνυμα
      γενική των υπερώνυμων των υπερώνυμων των υπερώνυμων
    αιτιατική τους υπερώνυμους τις υπερώνυμες τα υπερώνυμα
     κλητική υπερώνυμοι υπερώνυμες υπερώνυμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερώνυμος < υπερώνυμ(ο) + -ος ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hypernymous ή από τη γαλλική hyperonymique < αρχαία ελληνική ὑπέρ + ὄνυμα. Μορφολογικά αναλύεται σε υπερ- + -ώνυμος. Διαφορετικό το ελληνιστικό ὑπερώνυμος.

  Επίθετο επεξεργασία

υπερώνυμος, -η, -ο

  1. (γλωσσολογία) που έχει ευρύτερη σημασία, που κατατάσσεται ιεραρχικά σε ανώτερη σημασιολογικά βαθμίδα
  2. (θρησκεία) υπέρτερος κάθε ονομασίας, που δεν μπορεί να εκφραστεί
    → δείτε τη λέξη ὑπερώνυμος ((ελληνιστική κοινή))

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία