υπερκλειδί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υπερκλειδί | τα | υπερκλειδιά |
γενική | του | υπερκλειδιού | των | υπερκλειδιών |
αιτιατική | το | υπερκλειδί | τα | υπερκλειδιά |
κλητική | υπερκλειδί | υπερκλειδιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαυπερκλειδί ουδέτερο
- (βάσεις δεδομένων) κάθε σύνολο γνωρισμάτων/στηλών (attributes/columns) μιάς σχέσης/πίνακα ενός σχεσιακού μοντέλου/σχεσιακής βάσης δεδομένων, που ταυτοποιεί μονοσήμαντα κάθε πλειάδα/γραμμή (tuple/row). Δεδομένου ότι οι πλειάδες/γραμμές διαφέρουν μεταξύ τους, ένα υπερκλειδί είναι το σύνολο όλων των γνωρισμάτων/στηλών της σχέσης/πίνακα.[1][2][3]
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΥπώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Παύλος Εφραιμίδης, Λέκτορας, Σχεσιακό Μοντέλο Δεδομένων, σελ. 20, από Πανεπιστήμιο Θράκης. Προσπέλαση 2020-02-04
- ↑ Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 46, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04
- ↑ Μ.Χατζόπουλος, 2009, Το Σχεσιακό Μοντέλο - Σχεσιακή Άλγεβρα, Σχεσιακός Λογισμός, σελ. 14. Προσπέλαση 2020-02-06