↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπεραντίδραση οι υπεραντιδράσεις
      γενική της υπεραντίδρασης* των υπεραντιδράσεων
    αιτιατική την υπεραντίδραση τις υπεραντιδράσεις
     κλητική υπεραντίδραση υπεραντιδράσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπεραντιδράσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπεραντίδραση < υπερ- + αντίδραση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική overreaction

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.pe.ɾanˈdi.ðɾa.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πε‐ρα‐ντί‐δρα‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπεραντίδραση θηλυκό

  1. η υπερβολική αντίδραση προς κάτι
    ※  Υπάρχει μια αβεβαιότητα γύρω από τον τρόπο που ο νέος κορονοϊός SARS-CoV-2 σκοτώνει ορισμένους ασθενείς. Είναι πάντα ο ίδιος ο ιός η αιτία ή τελικά η υπεραντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος του ασθενούς απέναντι στον ιό είναι αυτή που κατακλύζει τα όργανα του;
    Πόσο σκοτώνει ο κορονοϊός και πόσο η υπεραντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος του ασθενούς;, Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, 13 Απριλίου 2020
  2. (οικονομία) η αύξηση ή η μείωση μιας τιμής σε μεγαλύτερο βαθμό από το αναμενόμενο
    ※  Χρηματιστήριο: Υπεραντίδραση της αγοράς με άνοδο 4,19% στις 1.157,85 μονάδες
    Τίτλος άρθρου στο businessnews.gr, 10 Οκτωβρίου 2023

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία