Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπαρξισμός οι υπαρξισμοί
      γενική του υπαρξισμού των υπαρξισμών
    αιτιατική τον υπαρξισμό τους υπαρξισμούς
     κλητική υπαρξισμέ υπαρξισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπαρξισμός < ὕπαρξ(ις) ύπαρξη (αρχαία ελληνική ὑπάρχω) + -ισμός < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική existentialisme [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.paɾ.ksiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐παρ‐ξι‐μός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπαρξισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ύπαρξη και υπάρχω

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία